- γλυκίζω
- έχω γεύση υπόγλυκη: Μερικά ποτά γλυκίζουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: γλυκίζω : δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια με του γλυκαίνω. Το γλυκίζω σημαίνει → έχω γεύση προς το γλυκό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλυκίζω — (AM γλυκίζω) [γλυκύς] έχω υπόγλυκη γεύση αρχ. 1. προσφέρω γλυκίσματα σε κάποιον 2. γλυκίζομαι γίνομαι γλυκός … Dictionary of Greek
γλυκιζόμενον — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part mp masc acc sg γλυκίζω treat with sweetmeats pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζον — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act masc voc sg γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλύκιζε — γλυκίζω treat with sweetmeats pres imperat act 2nd sg γλυκίζω treat with sweetmeats imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγλυκισμένον — γλυκίζω treat with sweetmeats perf part mp masc acc sg γλυκίζω treat with sweetmeats perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκιζούσης — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζονται — γλυκίζω treat with sweetmeats pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζοντος — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζουσα — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)